Η Γεωργία Βασιλειάδου ήταν μία από τις σπουδαιότερες κωμικές ηθοποιούς του Θεάτρου και του Κινηματογράφου, που χάρισε άφθονα το γέλιο στο κοινό.
Η Γεωργία Βασιλειάδου (Αθανασίου το πατρικό της) γεννήθηκε στην Αθήνα την Πρωτοχρονιά 1897. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο νωρίς και προκειμένου να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά της εργάστηκε ως πωλήτρια σε διάφορα εμπορικά καταστήματα.
Σπούδασε φωνητική μουσική στη Γεννάδιο Σχολή και ξεκίνησε την καριέρα της στο Λυρικό Θέατρο ως χορωδός στην όπερα του Βέρντι «Ο Ερνάνης». Γρήγορα μεταπήδησε στο θέατρο και συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θεατρικούς θιάσους της εποχής, όπως της Κυβέλης, της Μαρίκας Κοτοπούλη (1925-1931) και Αιμίλιου Βεάκη (1932-1935).
Στα μέσα της δεκαετίας του τριάντα, ύστερα από ένα άτυχο γάμο, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος για να αφοσιωθεί στην ανατροφή της κόρης της. Ωστόσο, το 1939 ο Αλέκος Σακελλάριος της προσέφερε ένα μικρό ρόλο στη μουσική κωμωδία «Κορίτσια της παντρειάς», που αποτέλεσε την αρχή μιας δεύτερης καριέρας για τη συμπαθή ηθοποιό. Από τότε καθιερώθηκε σαν καρατερίστα και πρωταγωνίστησε σε διαφόρους θιάσους. Ως τα τέλη της δεκαετίας του ‘60 πρωταγωνίστησε σε πολλές κωμωδίες, ενώ σχημάτισε και δικούς της θιάσους.
Ως συνθιασάρχης με τον Βασίλη Αυλωνίτη και τον Νίκο Ρίζο (1962 -1965) έπαιξε στα έργα «Γαμπροί της ευτυχίας», «Νεόπλουτοι», «Γυναικούλα μας». «Εραστής έρχεται» και «Πέντε λεπτά από την Ομόνοια». Με τον Κώστα Χατζηχρήστο συνεργάσθηκε το 1965 στην επιθεώρηση «Άλλος για υπουργείο».
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίσθηκε το 1930 στην ταινία του ολλανδού ηθοποιού και σκηνοθέτη Λου Τέλεγκεν «Το Όνειρον του γλύπτου». Εξελίχθηκε σε μία από τις πιο αγαπημένες ηθοποιούς της μεγάλης οθόνης κατά τη δεκαετία του ‘50, πρωταγωνιστώντας σε ιδιαίτερα δημοφιλείς κωμωδίες, όπως «Το Στραβόξυλο» (1952), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Η θεία από το Σικάγο» (1957), «Η κυρά μας η μαμή» (1958), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959).
Η Γεωργία Βασιλειάδου, που τη θυμόμαστε κυρίως σε ρόλους της καφετζούς, μ' ένα φλυτζάνι στο χέρι ή της Τσιγγάνας να λέει εκείνη τη χαρακτηριστική φράση «μεγάλη πόρτα θα διαβείς», ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό, και το όνομά της αρκούσε για να προσελκύσει κόσμο στα ταμεία. Οι επιθεωρησιογράφοι έβρισκαν πάντα κάποιο νούμερο να της γράφουν, μέσα από το οποίο η συμπαθής ηθοποιός σατίριζε τον ίδιο τον εαυτό της και κυρίως την «ομορφιά» της, πράγμα που έκανε το κοινό να γελάει με την ψυχή του.
Η σπουδαία κωμικός άφησε την τελευταία της πνοή στις 12 Φεβρουαρίου 1980 στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» της Αθήνας. Στη διάρκεια της βραχυχρόνιας νοσηλείας της, εκτός από τη χρόνια βρογχίτιδα από την οποία έπασχε, οι γιατροί διέγνωσαν καρδιακή ανεπάρκεια και κακοήθη εξεργασία του παγκρέατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.