Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Λωρίν Μπακόλ (Lauren Bacall)


Η Λωρίν Μπακόλ (Lauren Bacall), γεννημένη Μπέττυ Τζόαν Πέρσκε (Betty Joan Perske), ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Γνωστή για τη βραχνή φωνή της και την θελκτική της εμφάνιση, αποτέλεσε ίνδαλμα της μόδας κατά τη δεκαετία του 1940.
Είναι πιθανώς περισσότερο γνωστή ως πρωταγωνίστρια σε φιλμ νουάρ, όπως οι ταινίες Πάθος και αίμα (1946) και Σκοτεινή διάβασις (1947), αλλά και ως κωμικός, όπως για παράδειγμα στην ταινία του 1953 Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο. Η Μπακόλ επίσης είχε μεγάλη επιτυχία πρωταγωνιστώντας στο Μπρόντγουεϊ, στα μιούζικαλ «Applause» (1970) και «Woman of the Year» (1981). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει εικοστή στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Η Μπακόλ γεννήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 1924 με το όνομα Μπέτυ Τζόαν Πέρσκε στη Νέα Υόρκη, ως μοναχοκόρη της Νάταλι (πατρικό όνομα Μπακόλ ή Βένσταϊν), μιας γραμματέως, και του Ουίλιαμ Πέρσκε, που ήταν πωλητής. Οι γονείς της ήταν Εβραίοι μετανάστες, με τις δικές τους οικογένειες να προέρχονται από τη Γαλλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Γερμανία. Πρώτος της εξάδελφος ήταν ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες (1923-2016). Οι γονείς της πήραν διαζύγιο όταν ήταν έξι ετών. Τότε ήταν που υιοθέτησε το επώνυμο της μητέρας της. Η Μπακόλ δεν ξαναείδε τον πατέρα της και δέθηκε με τη μητέρα της, την οποία και πήρε μαζί της στην Καλιφόρνια όταν έγινε σταρ του σινεμά.

Σπούδασε την υποκριτική τέχνη για δεκατρία έτη, παρακολουθώντας μαθήματα στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης. Στο μεταξύ εργάστηκε ως ταξιθέτρια και μοντέλο. Ως Μπέτυ Μπακόλ, έκανε το ντεμπούτο της στο Μπρόντγουεϊ το 1942, στην παράσταση «Johnny 2 X 4». Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, η Μπακόλ γνώρισε το είδωλό της, Μπέτι Ντέιβις στο ξενοδοχείο της τελευταίας. Χρόνια μετά, η Ντέιβις επισκέφτηκε την Μπακόλ στα παρασκήνια για να τη συγχαρεί για την ερμηνεία της στο «Applause», ένα μιούζικαλ βασισμένο στην ταινία που γύρισε η ίδια, το Όλα για την Εύα. Η Μπακόλ εργαζόταν part-time ως μοντέλο. Η σύζυγος του σκηνοθέτη και παραγωγού Χάουαρντ Χωκς την πρόσεξε τον Μάρτιο του 1943 στο εξώφυλλο του Harper's Bazaar και παρότρυνε τον Χωκς να της κάνει δοκιμαστικό. Εκείνος προσκάλεσε τη Μπακόλ στο Χόλιγουντ για οντισιόν. Της προσέφερε επταετές προσωπικό συμβόλαιο, τη μετέφερε στο Χόλιγουντ, της παρείχε $100 την εβδομάδα, και ξεκίνησε να προωθεί την καριέρα της. Άλλαξε και το όνομά της σε Λωρίν Μπακόλ. Η Νάνσυ Χωκς την πήρε υπό την προστασία της. Την έντυνε με στιλ και την καθοδηγούσε σε θέματα κομψότητας, τρόπων και γούστου. Η φωνή της Μπακόλ εκπαιδεύτηκε να γίνει χαμηλότερη, πιο αρρενωπή και σέξυ, κάτι που κατάληξε σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές στο Χόλιγουντ.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών για την ταινία "Να έχεις και να μην έχεις" (1944) ήταν νευρική, έτσι για να ελαχιστοποιήσει το τραύλισμά της, πίεζε το σαγόνι στο στήθος και για να κοιτά την κάμερα έστρεφε τα μάτια προς τα πάνω. Το εφέ έμεινε γνωστό ως "Το Βλέμμα", το σήμα κατατεθέν της ηθοποιού. Η ερμηνεία της στην εν λόγω ταινία θεωρείται ένα από τα δυναμικότερα ντεμπούτα στην ιστορία του κινηματογράφου. Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη των γυρισμάτων, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, σύζυγος τότε της ηθοποιού Μάγιο Μέτχοτ, ξεκίνησε δεσμό με τη Μπακόλ. Σε μια επίσκεψη στο National Press Club στην Ουάσιγκτον στις 10 Φεβρουαρίου 1945, ο υπεύθυνος τύπου της ηθοποιού, υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων της Warner Bros., Τσάρλι Ένφιλντ, ζήτησε από την εικοσάχρονη Μπακόλ να καθίσει στο πιάνο όπου έπαιζε ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρρυ Τρούμαν. Οι φωτογραφίες προκάλεσαν συζητήσεις και απασχόλησαν τον Τύπο σε όλο τον κόσμο.

Μετά την ταινία Να έχεις και να μην έχεις, η Μπακόλ βρέθηκε στο πλάι του Σαρλ Μπουαγιέ στην ταινία που αποδοκιμάστηκε από τους κριτικούς με τίτλο Confidential Agent (1945). Κατόπιν εμφανίστηκε με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο φιλμ νουάρ Πάθος και αίμα (1946), Σκοτεινή διάβασις (1947), καθώς και στη μελοδραματική ταινία σασπένς Στη βοή της καταιγίδος (1948). Κατόπιν επιλέχθηκε να παίξει στο πλευρό του Γκάρι Κούπερ στην ταινία δράσης Αγάπησα και μίσησα (1950).

Η Μπακόλ απέρριπτε σενάρια που δεν έβρισκε ενδιαφέροντα και έτσι κέρδισε τη φήμη πως ήταν δύσκολη. Ωστόσο, για τους ρόλους που υποδύθηκε σε μια σειρά ταινιών δέχτηκε θετικές κριτικές. Στην ταινία Η Γυναίκα των χιμαιρών (1950), όπου συμπρωταγωνίστησε με την Ντόρις Ντέι και τον Κερκ Ντάγκλας, η Μπακόλ υποδύθηκε μια διπρόσωπη femme fatale με μια υποψία λεσβιασμού στον χαρακτήρα της. Η ταινία αυτή συχνά θεωρείται το πρώτο μεγάλου προϋπολογισμού φιλμ τζαζ. Επίσης πρωταγωνίστησε στην κωμωδία της CinemaScope με τίτλο Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο (1953), μια μεγάλη επιτυχία όπου συναντήθηκε στην οθόνη με τη Μέριλιν Μονρόε και την Μπέτι Γκρέιμπλ. Όμως η Μπακόλ αρνήθηκε να αποτυπώσει το χέρι ή τα πέλματά της στο τσιμέντο έξω από το Grauman's Chinese Theatre στην πρεμιέρα της ταινίας στο Λος Άντζελες. Η ταινία Γραμμένο στον άνεμο, που σκηνοθέτησε ο Ντάγκλας Σιρκ το 1956, αποτελεί πλέον ένα από τα κλασικότερα μελοδράματα της περιόδου. Στο πλευρό των Ροκ Χάντσον, Ντόροθι Μαλόουν και Ρόμπερτ Στακ, η Μπακόλ υποδύθηκε μια αποφασισμένη και δυναμική γυναίκα. Στην αυτοβιογραφία της αναφέρει πως δεν είχε σε μεγάλη υπόληψη το ρόλο. Όταν στο σπίτι πάλευαν με την ασθένεια του Μπόγκαρτ (καρκίνο του οισοφάγου),  πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Γκρέγκορι Πεκ στη σλάπστικ κωμωδία Η γυναίκα μου, εγώ κι ο πειρασμός. Σκηνοθέτης ήταν ο Βιντσέντε Μινέλλι και βγήκε στις αίθουσες το 1957. Ο Μπόγκαρτ υπέκυψε τον ίδιο χρόνο.


Η καριέρα της παρουσίασε κάμψη τη δεκαετία του 1960 με λίγες ταινίες στο ενεργητικό της. Στο Μπρόντγουεϊ όμως πρωταγωνίστησε στα Goodbye, Charlie (1959), Cactus Flower (1965), Applause (1970) και Woman of the Year (1981). Για την ερμηνεία της στα δύο τελευταία έλαβε Βραβείο Τόνυ. Οι λίγες ταινίες που η Μπακόλ γύρισε αυτή την περίοδο είχαν πολυπληθές καστ γνωστών ηθοποιών όπως το Σεξ και το μοναχικό κορίτσι (1964) με τους Χένρι Φόντα, Τόνι Κέρτις και Νάταλι Γουντ, FBI Φάκελος 17, Άκρως Εμπιστευτικόν (1966) με τους Πωλ Νιούμαν και Τζάνετ Λη, και Φόνος στο Οριάντ Εξπρές (1974), με τους Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Άλμπερτ Φίννεϋ και Σων Κόννερυ. Για τη δουλειά της στο θέατρο του Σικάγο, κέρδισε το βραβείο Sarah Siddons το 1972 και ξανά το 1984. Το 1976, η Μπακόλ συμπρωταγωνίστησε με τον Τζον Γουέιν στην τελευταία του ταινία, Με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Οι δυο τους έγιναν φίλοι, παρόλο που ο Γουέιν ήταν συντηρητικός στην πολιτική, ενώ η Μπακόλ φιλελεύθερη. Παλαιότερα είχαν παίξει και πάλι μαζί στην ταινία του 1955, Blood Alley.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80 η Μπακόλ εμφανίστηκε στη μέτριας αποδοχής ταινία The Fan (1981), καθώς επίσης στην ταινία HealtH (1980) και Ραντεβού με τον Θάνατο. Το 1997, η Μπακόλ έλαβε υποψηφιότητα για το βραβείο Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία Ο καθρέπτης έχει δύο πρόσωπα (1996), για την οποία είχε ήδη κερδίσει μια Χρυσή Σφαίρα. Πολλοί ανέμεναν να κερδίσει το βραβείο, ωστόσο τελικά αυτό απονεμήθηκε στη Ζυλιέτ Μπινός, για την ταινία Ο Άγγλος Ασθενής. Έλαβε το Βραβείο Kennedy Center το 1997. Το 1999 ψηφίστηκε ως μια από τις σημαντικότερες γυναίκες σταρ στην ιστορία από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Από τότε η καριέρα της γνώρισε νέα άνθιση και προσέλκυσε την αναγνώριση των κριτικών με τη συμμετοχή της σε πρότζεκτ υψηλού προφίλ όπως οι ταινίες Dogville (2003) με τη Νικόλ Κίντμαν, The Limit (2003) με την Κλαιρ Φορλάνι, και Γέννηση (2004), και πάλι με την Κίντμαν. Επίσης πρωταγωνίστησε στην ταινία του Πωλ Σρέντερ για το 2007, The Walker. Το Μάρτιο του 2006, εμφανίστηκε στην 78η απονομή των Όσκαρ παρουσιάζοντας ένα φιλμάκι αφιερωμένο στα φιλμ νουάρ. Επίσης έκανε μια εμφάνιση στην τηλεοπτική σειρά The Sopranos τον Απρίλιο του 2006, όπου και έπεσε θύμα ληστείας από το μασκοφόρο Κρίστοφερ Μολτισάντι. Το Σεπτέμβρη του 2006, η Μπακόλ έλαβε το «πρώτο Μετάλλιο Κάθριν Χέπμπορν», το οποίο αναγνωρίζει «γυναίκες των οποίων η ζωή, το έργο και οι συνεισφορές ενσαρκώνουν την εξυπνάδα, το κίνητρο και την ανεξαρτησία της τέσσερις φορές βραβευμένης με Όσκαρ ηθοποιού».  Τον Σεπτέμβριο του 2008 η Μπακόλ, μαζί με τη Σούζαν Σαράντον, τιμήθηκε και με το «Τιμητικό μετάλλιο Μπέτι Ντέιβις». Η τελετή έλαβε μέρος στο ίδρυμα αφιερωμένο στη μνήμη του ειδώλου της, της Μπέτι Ντέιβις. Στις 14 Νοεμβρίου του 2009, η Μπακόλ έλαβε τιμητικό Όσκαρ για την πολύχρονη καριέρα της και την προσφορά της στην έβδομη τέχνη.
Η Λωρίν Μπακόλ πέθανε στις 12 Αυγούστου 2014 σε ηλικία 89 ετών από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ο θάνατος ανακοινώθηκε σε ανάρτηση στο twitter από το ίδρυμα Μπόγκαρντ "Με βαθιά θλίψη, αλλά με μεγάλη ευγνωμοσύνη για την καταπληκτική ζωή της, επιβεβαιώνουμε το θάνατο της Λορίν Μπακόλ". 

Στις 21 Μαΐου 1945 η Μπακόλ παντρεύτηκε τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. Ο γάμος και το ταξίδι του μέλιτος έλαβαν χώρα στη Φάρμα Μάλαμπαρ, στο Οχάιο. Ήταν η εξοχική κατοικία του βραβευμένου με Πούλιτζερ συγγραφέα Λούις Μπρόμφιλντ, στενού φίλου του Μπόγκαρτ. Η Μπακόλ ήταν 20 και ο Μπόγκαρτ 45. Έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο του Μπόγκαρτ από καρκίνο το 1957. Ο Μπόγκαρτ συνήθιζε να την αποκαλεί «Μωρό», ακόμη κι όταν αναφερόταν σε αυτή μπροστά σε άλλους. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Η Βασίλισσα της Αφρικής, το ζεύγος έπιασε φιλία με την Κάθριν Χέπμπορν και τον σύντροφό της Σπένσερ Τρέισι. Η Μπακόλ επίσης άρχισε να έρχεται σε επαφή και με κύκλους εκτός υποκριτικής, αποκτώντας φιλία με τον ιστορικό Άρθουρ Σκλέσινγκερ Τζούνιορ και τον δημοσιογράφο Άλιστερ Κουκ. Το 1952 έδωσε μια σειρά από ομιλίες για τον υποψήφιο των Δημοκρατικών Άντλαϊ Στίβενσον.
Λίγο καιρό μετά τον θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, η Μπακόλ ξεκίνησε δεσμό με τον τραγουδιστή και ηθοποιό Φρανκ Σινάτρα. Είπε στον Ρόμπερτ Όσμπορν, της Turner Classic Movies (TCM) σε μία συνέντευξη πως έδωσε τέλος στο ρομάντζο. Ωστόσο, στην αυτοβιογραφία της έγραψε πως ο Σινάτρα διέκοψε ξαφνικά τη σχέση, θυμωμένος που η πρόταση γάμου προς την Μπακόλ έφτασε στα αυτιά του Τύπου. Κατόπιν εκείνος μετέβη στο Λας Βέγκας.
Η Μπακόλ ήταν παντρεμένη με τον ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρτς κατά την περίοδο 1961 έως 1969. Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της Μπακόλ, πήραν διαζύγιο εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Η Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά από τον γάμο της με τον Μπόγκαρτ και ένα με τον Ρόμπερτς. Πρόκειται για το Στήβεν Μπόγκαρτ, παραγωγό ειδήσεων, δημιουργό ντοκιμαντέρ και συγγραφέα, τη Λέσλι Μπόγκαρτ, καθηγήτρια της γιόγκα και το Σαμ Ρόμπαρτς, ηθοποιό.
Η ηθοποιός έγραψε δυο αυτοβιογραφίες με τίτλους Lauren Bacall By Myself (1978) και Now (1994). Το 2005, επανέκδωσε τον πρώτο τόμο προσθέτοντας ένα κεφάλαιο ακόμη. Ο νέος του τίτλος ήταν «By Myself and Then Some».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.