Δευτέρα 24 Ιουλίου 2017

Επίθεση στη Μάνδρα του Αττίκ - "Φρονώ, φρονώ πως, κι αν ξανάρθει, δεν θα μείνει"

Επίθεση στη Μάνδρα του Αττίκ

φρονώ, φρονώ πως, κι αν ξανάρθει, δεν θα μείνει!

Ο Αττίκ (κατά κόσμον Κλέων Τριανταφύλλου) γεννήθηκε στις 19 Μαρτίου 1885 και ήταν συνθέτης, στιχουργός και ερμηνευτής των τραγουδιών του. Μεγάλωσε στην Αίγυπτο όπου και παρακολούθησε μαθήματα μουσικής. Το 1907 φθάνει στο Παρίσι για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες, αφού ήδη είχε αποφοιτήσει από τη Νομική Αθηνών, όμως εγκαταλείπει τις σπουδές του για να φοιτήσει στην Conservatoire de Paris, γνωστό κολέγιο μουσικής και χορού. Το 1930, μετά από πολλές περιοδείες ανά τον κόσμο, γυρνά στην Αθήνα για μόνιμη εγκατάσταση και δημιουργεί τη διάσημη έως και σήμερα «Μάνδρα του Αττίκ».





Η «Μάνδρα του Αττίκ» ήταν ένας καλλιτεχνικός όμιλος με τραγουδιστές, παρουσιαστές, μίμους και άλλους αυτοσχέδιους καλλιτέχνες με πολλές εκδηλώσεις στην Αθήνα. Την ιδέα για τη Μάνδρα ο Αττίκ τη συνέλαβε το 1931 μαζί με τους Ευαγγελίδη και Βώτη και την είχε παρουσιάσει στην πλατεία Αμερικής (τότε πλατεία Αγάμων) σε ένα υπαίθριο θέατρο. Έως το 1938, τους χειμώνες εμφανιζόταν στην Αθήνα και τα καλοκαίρια έκανε περιοδείες ανά την Ελλάδα, ώσπου εγκαταστάθηκε μόνιμα σε μία αθηναϊκή ταβέρνα, τη Μονμάρτη. Η Μάνδρα διαλύθηκε μετά το θάνατο του Αττίκ, το 1944, ο οποίος αυτοκτόνησε με ισχυρή δόση υπνωτικών χαπιών.


Το παρακράτος. Στις 9 Ιουνίου του 1935 γίνονται εκλογές και σχηματίζεται κυβέρνηση του «Λαϊκού Κόμματος» με πρωθυπουργό τον Παναγή Τσαλδάρη. Στις προγραμματικές τους δηλώσεις ο πρωθυπουργός διαμηνύει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για να αποφασίσει ελεύθερα ο λαός ποια μορφή πολιτεύματος θέλει: δημοκρατία ή επάνοδο του βασιλιά. Το κλίμα ήταν ρευστό. Έτσι, η πολιτική κατάσταση της εποχής ήταν μούσα των συγγραφέων της πολιτικής σάτιρας. Μία πολιτική επιθεώρηση παιζόταν κάθε βράδυ στη «Μάνδρα του Αττίκ» και ανάμεσα στα επιτυχημένα νούμερα, υπήρχαν και σατιρικά τραγούδια για τους φιλοβασιλικούς και τη μοναρχία, τα οποία ερμήνευε ο ίδιος ο Αττίκ. Ένα από αυτά, το οποίο υποτίθεται τραγουδούσε ο ίδιος ο Παναγής Τσαλδάρης, έλεγε:

Θαρρώ, θαρρώ, αλλά καλά κι εγώ δεν ξέρω,
θαρρώ, θαρρώ πως ίσως σας τον ξαναφέρω.
Φρονώ, φρονώ, να δούμ’ όμως τι λέν’ κι εκείνοι (δείχνει προς το κοινό)

φρονώ, φρονώ πως, κι αν ξανάρθει, δεν θα μείνει!

Αν και ο κόσμος έμοιαζε να διασκεδάζει ιδιαίτερα με το σατυρικό αυτό άσμα, ο Αττίκ βρήκε στο κουτί παραπόνων του θεάτρου ένα απειλητικό γράμμα από μια ομάδα κυβερνητικών παραγόντων που δυσανασχετούσαν. Ζητούσαν να σταματήσει όλη η παράσταση, αλλιώς θα κατέστρεφαν το θέατρο. Ο Αττίκ, συνέχισε χωρίς να δώσει ιδιαίτερα βάση στην απειλή.


Το βράδυ της 24ης Ιουλίου, το θέατρο όπως κάθε βράδυ ήταν γεμάτο, με περίεργους θεατές ανάμεσα στον κόσμο. Πολλοί σμηνίτες και άτομα του υποκόσμου είχαν πάρει θέσεις διασκορπισμένοι μέσα στο θέατρο. Αφού τελείωσε το επίμαχο κομμάτι ακούστηκε - όπως λένε οι μαρτυρίες - ένα συνθηματικό σφύριγμα. Οι σμηνίτες και οι μπράβοι ανέβηκαν στη σκηνή γρονθοκοπώντας τον Αττίκ και καταστρέφοντας τα σκηνικά. Οι θεατές ορμούν κατά πάνω τους, όμως ένα σμηνίτης πυροβολεί στον αέρα και μέσα στον πανικό, σμηνίτες και μπράβοι, διαφεύγουν επιβιβαζόμενοι σε αυτοκίνητα. Ένας αστυφύλακας που προσπάθησε να συλλάβει έναν από αυτούς, πυροβολήθηκε.


Μετά από ανακρίσεις που έγιναν την 25η Ιουλίου αποδείχθηκε πως ο επισμηνίας που πυροβόλησε ήταν κάποιος Φράγκος, όμως η υπηρεσία του υποστήριξε πως πυροβόλησε για να εκφοβίσει αυτούς που επιτέθηκαν. Για τα μάτια του κόσμου μετατέθηκε και ο διοικητής του Δ' Τμήματος ο οποίος τη βραδιά της επίθεσης αφού ειδοποιήθηκε αρνήθηκε να στείλει βοήθεια επικαλούμενος έλλειψη ανδρών. Το ίδιο βράδυ, ο Διευθυντής της Αστυνομίας σε συνεργασία με τον Υπουργό Εσωτερικών απαγόρευσαν κάθε πολιτική σάτιρα. Όμως ο Αττίκ, δεν λάμβανε υπόψιν του τις απαγορεύσεις.


Χαρακτηριστικό της εποχής ήταν το πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη την επόμενη της επίθεσης:
"Άρχισαν οι τρομοκρατικές πράξεις των μοναρχοφασιστών. Η προχθεσινή δολοφονική επίθεση στο θέατρο του Αττίκ οργανωμένη από το υπουργείο Αεροπορίας και την Ασφάλεια.
[...]Οι μοναρχοφασίστες, μέσα και όξω απ΄την κυβέρνηση έχουν τόσο αποθρασυνθεί, ώστε να μην επιτρέπουν ούτε την πολιτική θεατρική σάτυρα που τους γίνεται. Νιώθουν πως τα χειροκροτήματα του κόσμου που μπιζέρνει τα αντιμοναρχικά δίστιχα των επιθεωρήσεων δεν είναι για την νόστιμη σατυρική εμφάνιση, μα για το περιεχόμενο τους. Και η λύσσα τους φθάνει ως το έγκλημα.
Τον Αύγουστο του 1931 ήταν οι γυπαραίοι του Βενιζέλου. Προχτές στη δολοφονική απόπειρα, υπουργείο Αεροπορίας Ρέπας και Ειδική ασφάλεια συνεργάστηκαν σε σκανδαλώδη ομοφωνία[...]"

Να σημειώσουμε πως παρά τις ανακρίσεις, τις μαρτυρίες και τον ίδιο τον Αττίκ να αναγνωρίζει κάποιους από τους τραμπούκους, οι σμηνίτες και οι μπράβοι κρίθηκαν αποφυλακιστέοι και δύο εβδομάδες αργότερα απαλλάχθηκαν πλήρως από τις κατηγορίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.